- εὐάμπυξ
- εὐάμπυξ, ῠκος,A with fair fillet,
Μοῖσαι Pi.Dith.Oxy.1.13
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Μοῖσαι Pi.Dith.Oxy.1.13
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευάμπυξ — εὐάμπυξ ( υκος), ὁ, ἡ (Α) αυτός που έχει ωραίες ταινίες στο κεφάλι («εὐάμπυκες Μοῑσαι», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + άμπυξ «ταινία, διάδημα»] … Dictionary of Greek
εὐάμπυκες — εὐάμπυξ with fair fillet masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άμπυξ — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Θεσσαλός, γιος του Τιτάρονα ή Τιταίρονα· τον σκότωσε o γιος του, μάντης Μόψος. 2. Θεσσαλός, πατέρας του Φήμιου, επώνυμου ήρωα των Φημιών στην Αρναία. 3. Πρόγονος του Πατρέα, επώνυμου ήρωα των Πατρών. 4. Πατέρας του… … Dictionary of Greek